-
1 χρωμα
- ατος τό1) поверхность тела, кожа, преимущ. цвет кожиχ. οὐκ ἀλλάσσειν Eur. — не меняться в лице, т.е. оставаться невозмутимым;οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος Arph. — он и не краснеет (от стыда);παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι ὑπό τινος Plat. — поминутно меняться в лице вследствие чего-л.2) краска(χρώματα καὴ ὀσμαί Plat.; χρωμάτων κρᾶσις Arst., Luc.)
διὰ χρωμάτων ἀπεικάζειν τι Xen. — изображать что-л. в красках;3) окраска, цвет(τοῦ πυρὸς χ. Arst.)
τὰς τῶν χρωμάτων λαμβάνειν μεταβολάς Arst. — менять окраску;ἄλλα χρώματα βάπτειν Plat. — окрашивать в другие цвета4) перен. колорит, оттенок, модуляция(τὰ τῆς μουσικῆς χρώματα Plat.)
χ. ἤθους Plut. — душевное своеобразие5) муз. хроматический строй, хроматизм Plut., Sext. -
2 χρώμα
τό1) цвет, окраска;ανοιχτό (σκούρο) χρώμα — светлый (тёмный) цвет;
ο τόνος τού χρώματος оттенок цвета, тон;ανοιχτά χρώματα светлые тона; τα χρώματα της ίριδος цвета радуги; κύρια χρώματα основные цвета; 2) краска; εικόνες με χρώματα цветные картинки; 3) румяна;βάζω χρώμα στα μαγουλά μου — румяниться;
4) краска, румянец;τό χρώμα της ντροπής — краска стыда;
5) цвет лица;έχω καλό χρώμα — иметь хороший цвет лица;
έχει ωραία χρώματα у неё прекрасный цвет лица;αλλάζω χρώμα — меняться в лице;
6) перен. краски, выразительность;ο λόγος του εστερείτο χρώματος его речь лишена красок, выразительности; 7) колорит;τοπικό χρώμα — местный колорит;
8) муз. тон;χρώμα του ήχου — тембр, окраска звука;
§ μου κόβει το χρώμα — или χάνω το χρώμα μου — бледнеть, становиться бледным как полотно;
κόβω ( — или χάνω) το χρώμα — выцветать, выгорать;
κάνω ( — или παίρνω) χρώμα — а) разрумяниться (о человеке); — б) принимать красивую окраску;
πήρε χρώμα το ψητό — жаркое подрумянилось;
οξύνω τα χρώματα сгущать краски -
3 χρώμα
[хрома] ουσ. о. цвет,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χρώμα
-
4 χρώμα
[хрома] ουσ ο цвет. -
5 χρωματιον
-
6 αιματωπος
21) с кровожадным взором(κόραι = Ἐρινύες Eur.)
αἱ αἱματωποὴ δεργμάτων διαφθοροαί Eur. — глаза, вырванные из кровавых орбит ( о самоослеплении Эдипа)2) кроваво-красный(χρῶμα Plut.)
-
7 αμυδρος
-
8 αναφερω
поэт. ἀμφέρω (fut. ἀνοίσω, aor. ἀνήνεγκα)1) выносить наверх(κύνα ἐξ Ἀϊδάω Hom.)
2) возносить, поднимать(τινὰ εἰς Ὄλυμπον Xen.)
ἀ. κώπας Thuc., Arst.; — грести;εἰρεσία ἀναφερομένη Plut. — мерное движение весел;pass. — (о небесных светилах) восходить (ἐν τῇ νυκτί Polyb.)3) добывать, извлекать(ψῆγμα χρυσοῦ ἐκ τῆς ἰλύος, ψάμμος ἀναφερομένη Her.)
4) выделять, извергать(αἵματος πλῆθος ἀνενεγκεῖν Plut.)
ἀ. λίβη Aesch. — лить слезы5) показывать, обнаруживать(τι κέντρον Plut.; ἀρεταὴ ἀμφέρονται Pind.)
νεκρῶδες χρῶμα ἀ. Plut. — принимать мертвенный цвет6) (вверх или вглубь страны) вести, привозить, доставлять(τι παρὰ βασιλέα ἐς Σοῦσα Her.; ἥ εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτὸς ἀναφέρουσα Xen.)
7) выносить, переносить, выдерживать(ἄχθος δειματοσταγές Aesch.; κινδύνους Thuc.; πόλεμον Polyb.)
8) отводить или относить назад, отставлять9) доносить, сообщать(παρά и ἔς τινα Her.; τοὺς λόγους ἐς τὸν δῆμον Thuc.)
10) обращаться, запрашиватьπερί τινος ἀνῷσαι ἔς τινα Her. и τινι Diod. — запросить кого-л. о чем-л.;
ποῖ δίκην ἀνοίσομεν ; Eur. — где нам искать справедливости?11) издавать, произносить, испускать(βαρεῖς στεναγμούς Plut.)
οὕτω ἀνενεικατο φωνάν Theocr. (v. l.) она — сказала следующее12) вздыхать13) (о налогах и т.п.) вносить, уплачивать(χίλια τάλαντα νομίσματος εἰς τέν Ἀκρόπολιν Aeschin.; αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arst.)
14) давать оправиться, приводить в себя; подкреплять, ободрятьἀνέφερέ τις ἐλπίς Plut. — теплилась кое-какая надежда15) тж. med.-pass. приходить в себя, (п)оправляться(ἐκ τῶν τραυμάτων Plut.)
τῷ πόματι ἀ. — подкреплять себя иапитком, т.е. вином;ἀ. ἐκ μέθης Luc. — протрезвляться;ἀνενειχθεὴς εἶπε Her. — прийдя в себя, он сказал;16) ссылаться(εἰς τὸν ἀξιόχρεων λέγοντα Plat.)
17) возводить, относить(τὸ γένος τινὸς εἴς τινα Plat.)
ἀ. εἰς Ἡρακλέα Plat. — возводить (чей-л.) род к Гераклу18) приписывать, вменять(τί τινι Eur., Lys. и τι ἐπί τινα Aesch., Dem.; βιβλίον τι εἴς τινα Plut.; τέν αἰτίαν εἴς τινα ἀ. Lys.)
19) возвращать(τινὰς ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἐς τέν ἑαυτῶν, sc. χώραν Thuc.)
20) воспроизводить(τέν ὁμοιότητά τινος Plut.)
ἀ. τι ἑαυτῷ τῷ λόγῳ Plat. — часто обдумывать что-л.;ἀνοιστέον πρὸς αὑτούς Plut. — нужно всегда иметь в виду21) приносить в жертву(τινά, θυσίας NT.)
-
9 ανδρεικελον
τό (sc. χρῶμα) телесный цвет Xen., Plat., Arst., Plut. -
10 ανθρακωδης
-
11 βαπτος
31) служащий для окрашивания, красильный(χρῶμα Plat., Plut.)
2) окрашенный3) ярко окрашенный, яркого цвета(ὄρνις, ἱμάτια Arph.)
4) откуда черпают водуβαπτὰ κάλπισι παγά Eur. — источник, из которого кувшинами берут воду
-
12 γαλακτοειδης
-
13 γαλακτωδης
-
14 διακναιω
1) стирать до основания, разбивать, разламывать, разрушать(λίθους Arst.; κάμαξ διακναιομένη Aesch.; πόλις διακναισθήσεται Arph.)
δ. ὄψιν Eur. — выкалывать глаза2) мучить, изводить(πόθος μ΄ ἔχει διακναίσας Eur., Arph.; μυρίοις μόχθοις διακναιόμενος Aesch.)
3) стирать, делать блеклым, портить(τὸ χρῶμα - acc. - διακεκναισμένος Arph.)
-
15 διακριτικος
-
16 διαυγης
-
17 εγκεραννυμι
-
18 εναερος
-
19 εναιμος
21) наполненный кровью(ὅ πλεύμων Arst.)
ἔ. καὴ σαρκώδης Her. — состоящий из плоти и крови2) кровавый, кровоточащий(καταμήνια Arst.; θέρη σταχύων Plut.)
3) зоол. обладающий красной кровью, т.е. теплокровный(τὰ ἔναιμα - sc. ζῷα - ἢ ζῳοτοκεῖ ἢ ᾠοτοκεῖ Arst.)
4) окровавленный(λάφυρα Plut.)
5) кровяной, кроваво-красный(χρῶμα Plat.)
-
20 εντριβω
1) втирать, натирать(τινά Xen.; φύκιον καὴ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ Luc.)
2) med. наносить, причинять(κακόν τινι Luc.)
3) стирать, изнашиватьσώματι ἐντριβόμενος Arst. — с увядшим телом
См. также в других словарях:
χρῶμα — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
χρώμα — το, ατος 1. η οπτική εντύπωση που προέρχεται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή όλου του ηλιακού φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων. 2. η χροιά του δέρματος του ανθρώπου: Το χρώμα των Αφρικανών αυτών είναι μαύρο. 3. μπογιά, βαφή. 4. στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek